Το παραμύθι του Διαμαντίδη

Όχι, δεν είναι ιστορία, ούτε ζωή. Είναι ένα παραμύθι.


Υπήρχε κάποτε ένα παιδί. Οι γονείς του ήταν γουναράδες και ζούσαν όλοι μαζί στην Καστοριά. Όλοι οι φίλοι του έπαιζαν ποδόσφαιρο, αλλα αυτός, αφού δοκίμασε την θέση του τερματοφύλακα, κατάλαβε ότι δεν ηταν καλός, και άρχισε να παίζει μπάσκετ, στο Δημοτικό. Του άρεσε, και μάλιστα έπαιρνε τα καλοκαίρια τα κλειδιά του σχολείου, να μπαίνει να παίζει. Ηταν κοντός, πολύ κοντός, και μικροκαμωμένος.

Όμως τον πήρανε στην ομάδα της Καστοριάς, Γ' Εθνική, επειδή του άρεσε αυτό που έκανε. Ήταν μέτριος μαθητής και δεν του πολυάρεσε το σχολείο, οπότε ήξερε οτι δε θα σπουδάσει. Μετά τις προπονήσεις πηγαινε σ' εναν συμπαίκτη του που ήταν ηλεκτρολόγος και τον βοηθούσε, για το μεροκάματο. Δεν ήξερε τι θα γίνει όταν μεγαλώσει, οπότε ο προπονητής του τού έλεγε οτι είναι καλός στο μπάσκετ, ότι μπορεί να δουλέψει και να παίζει όλο και περισσότερο.

Στα 19 του ο Ηρακλής έδωσε στην Καστοριά 25.000 ευρω, 10 μπάλες και 10 φανέλες και τον πήρε, ο προπονητης του στην Καστοριά είχε βρει κι' αυτός νέα ομάδα. Για πρώτη φορά δόθηκε στον μικρό η ευκαιρία να αγωνιστεί σε επίπεδο Α1.  Στη Θεσσαλονίκη φοβόταν, δεν είχε την οικογένεια και τους φίλους του. Όποτε μπορούσε επέστρεφε στην Καστοριά, έστω για μερικές ώρες. Στον Ηρακλή έκανε νέους φίλους: Τον Λάζαρο Παπαδόπουλο, που τον μετέφερε με το αμάξι του, γιατί δεν ήξερε να οδηγεί. Έτρωγε μανιωδώς ένα φαγητό: κοτόπουλο με μακαρόνια. Σε ψαροταβέρνες, απ' το σπίτι του, που το έστελνε η μαμά του με ΚΤΕΛ. Στις Εθνικές τον πήραν πρώτη φορά το 2000, μέχρι τότε ήταν ανέτοιμος. Στα 23 του έμαθε να οδηγεί. Ο μάνατζέρ του τού πήρε τζιπ, όμως δυσκολευόταν να παρκάρει, σε σημείο που φώναζε τον σουβλατζή κοντά στο σπίτι του να βοηθήσει, οπότε πήρε ένα Smart που το έχει μέχρι σήμερα. Το 2003, ο Παναθηναϊκός πήγε να πάρει απ' τον Ηρακλή τον Λάζαρο Παπαδόπουλο. Ο Ηρακλής τον «χρύσωσε», και για να δικαιολογήσει την τιμή έδινε πακέτο και το παιδί. «Μου λένε μου δίνουν έναν πιτσιρικά μαζί, εναν Διαμαντάκη, Διαμαντάτο, να τον πάρω; Καλός ειναι;" Ρώταγε ο Παύλος Γιαννακόπουλος. Δεν τον πήρε.

Τον πήρε το 2004, μόνο του. Και στην Αθήνα, για πρώτη φορά στα 24 του, έπαθε σοκ με τη νέα του ομάδα. Τα gadgets δε τα καταλάβαινε, ούτε ενδιαφέρθηκε να τα μάθει. Κοιτούσε περίεργα τα MP3 και τα κινητά των άλλων. Έβγαινε η ομαδα για ποτά κι αυτός έπινε κόκα κόλα. Έγινε χαμος μια νύχτα που κατέβασε... ένα σφηνάκι μπύρα.

Με το καλημέρα βγήκε καλύτερος αμυντικός της Ευρώπης, την πρώτη του χρονιά. Δεν τον ένοιαζε.

Δεν πήγαινε καν να ανανεώνει το συμβόλαιό του, δεν τον ενδιέφερε πόσα έπαιρνε, αρκεί να είχε να δίνει στην οικογένειά του. Το 2006 ξέχασε στο πορτμπαγκάζ του Πούλμαν 4 ατομικά βραβεία. Τον πήραν τηλέφωνο για να του επιστραφούν και τους είπε: κρατήστε τα.

Ο προπονητής του, Ζέλικο Ομπράντοβιτς, τον πίεζε να σουτάρει, να παίρνει περισσότερες πρωτοβουλίες. Το 2007 πήρε την πρώτη Ευρωλίγκα, βγαίνοντας MVP του Final Four. Μετά, ψηφιζόμενος παράλληλα καλύτερος αμυντικός, άρχισε να σκοράρει όλο και περισσότερο.

Το 2009 έγινε ο νέος Αρχηγός της ομάδας και μετατράπηκε στον μεγάλο ηγέτη της. Το 2011 πλέον είχε ολο το πακέτο: γερό σώμα, εμπειρία. Στα 31 του ήταν ο καλύτερος παίκτης της Ευρώπης, από όλες τις απόψεις. Την επόμενη σεζόν, 2011-2012, σφράγισε το όνομά του στην λίστα των παικτών που «μιλάνε» στα κρίσιμα. Και μετά σιγά σιγά άρχισε να χαλάει το σώμα. Έγινε πιο αργός στα πόδια, έφθινε το άλμα του.


«Έτσι είναι η ζωή, κάπου κερδίζεις, κάπου αλλού χάνεις».

Άλλαξε λοιπόν τον τρόπο παιχνιδιού του. Το 2012-13 έμπαινε σιγά σιγά προς το καλάθι, παίζοντας με τον όγκο και το ύψος του, όχι την ταχύτητα. Βασιζόταν κυρίως στο τρίποντο και οι αριθμοί του στις ασίστ εκτοξέυθηκαν. Αφού δεν μπορούσε πλέον να τα κάνει όλα μόνος του, εκμεταλλευόταν στο έπακρο τους συμπαίκτες του. Προσέφερε ξανά τα μέγιστα, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ήταν η τελευταία χρονιά που μπήκε στην Καλύτερη Πεντάδα της Ευρωλίγκας.

 Το 2013-14 σταμάτησε εντελώς τις διεισδύσεις γιατί έχανε πολλή ενέργεια, μόνο τρίποντα. Αφού χάλασε περαιτέρω αυτός ο τομέας του παιχνιδιού του, έφτιαξε ΚΙ ΑΛΛΟ τις ασίστ: βγήκε πρώτος στην Ευρώπη για δεύτερη φορά μετά τη μαγική σεζόν 2010-2011, καταρρίπτοντας το δικό του ρεκόρ από τότε.

Το 2014-15 πέρασε στο status του «θρύλου» και άρχισαν να ακούγονται τα πρώτα ευχαριστώ. Στα 35 του, κατάφερε να διακριθεί άλλη μία φορά στις ασίστ: βγήκε τέταρτος σε αυτόν τον τομέα του παιχνιδιού, που τελειοποίησε από τα 30 και μετά, για να καλύψει τις υπόλοιπες αδυναμίες του.

Το 2015-16, μάζεψε όσο μπάσκετ του είχε απομείνει για να βγάλει άλλη μία χρονιά, η οποία είχε από πέρσι προαναγγείλει ότι θα είναι η τελευταία. Εξαιρετικά ασταθής: κακός στα μισά ματς, οι καλυτερές του εμφανίσεις από το 2011-2012 στα άλλα.

 Δε θα τον ξαναδούμε ποτέ. Λογικά θα γυρίσει στην Καστοριά με την οικογενειά του, αν και εξετάζει την επιλογή να μείνει στην Αθήνα, λόγω των παιδιών του. Στο φως της δημοσιότητας πάντως δε θέλει σίγουρα να μείνει. Δεν ξέρει ότι είναι ο καλύτερος παίκτης στην ιστορία του Ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ή δεν τον ενδιαφέρει.





Οι αδημοσίευτες ως τώρα πληροφορίες είναι από το μεγάλο αφιέρωμα του diamantidis.sport24.gr

Από το Blogger.